- στρηνόφωνος
- στρηνόφωνος, ον,A rough- or loud-voiced, Call.Com.30.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
στρηνόφωνος — rough masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στρηνόφωνος — ον, Α αυτός που έχει οξεία, διαπεραστική φωνή. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρηνός + φωνος (< φωνή)] … Dictionary of Greek
φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… … Dictionary of Greek